Τσακίστηκα στα δυο σαν το κλωνάρι
από ανθρώπους που τους νόμιζα σωστούς.
Κι όσο κι αν ψάξω δε θα βρω ούτε ένα χνάρι
από εκείνους του λεβέντες τους παλιούς. (*)
Φοιτητική ζωή δεν έζησα. Στη σχολή πήγαινα καρφί από τη δουλειά μόνο για όσα μαθήματα είχαν υποχρεωτική παρακολούθηση και γίνονταν απογεύματα. Διάβασμα; Στα κενά της δουλειάς, στο σπίτι κάθε απόγευμα και Σαββατοκύριακο, γιατί άδεια «διαβάσματος» δεν έπαιζε. Στην εξεταστική; Πάλι έφευγα από τη δουλειά και έκανα μια μισάωρη επανάληψη πριν την εξέταση στη βιβλιοθήκη της σχολής.
Εκεί, στη σχολή, διαπίστωσα ότι ήμασταν αρκετοί που κολυμπούσαμε σε παρόμοια νερά. Μάλιστα οι περισσότεροι κολυμπούσανε σε πολύ πιο δύσκολα από τα δικά μου. Είχαν εγκαταλείψει το σχολείο για βιοποριστικούς λόγους και όταν κάπως έστρωσαν τη ζωή τους ξαναπήγαν στο λύκειο, διάβασαν, έδωσαν εξετάσεις, πέρασαν σε μία ανώτερη σχολή και σπούδαζαν ενώ συνέχισαν να δουλεύουν ή να έχουν και οικογένεια. Τα πρόσωπά τους τα θυμάμαι ακόμα, διότι είχαν κερδίσει τον σεβασμό μου.
Δουλειά ξεκίνησα έπειτα από πατρικό κάλεσμα. Ήταν δύσκολες εποχές για τον πατέρα. Το πρώτο μου αυτοκίνητο, ένα Nissan Cherry μεταχειρισμένο, το αγόρασα με δανεικά ενός αλλοδαπού συνεργάτη και το χρησιμοποιούσα και για τις εργασίες του γραφείου ώστε να ξοφληθεί νωρίτερα. Ούτε χαρτιά, ούτε συναλλαγματικές φτιάξαμε. Ένας μεσήλικας επιχειρηματίας από τις λεγόμενες τρίτες χώρες εμπιστεύτηκε τον λόγο ενός 19χρονου Έλληνα.
Λεφτά για μισθό δεν περίσσευαν. Έπαιρνα χαρτζιλίκι. Μπουρμπουάρ έλαβα από έναν Ρώσσο λαδά-oiler ναυτικό, που τράβηξα μεθυσμένο από ένα κωλόμπαρο της Τρούμπας τρεις το πρωί για να μη χάσει την πτήση της επιστροφής και από μία Βουλγάρα καμαριέρα σε κότερο που την μετέφερα στο αεροδρόμιο. Άλλος ένας που θέλησε να μου δώσει μπουρμπουάρ ήταν ένας πιτσιρικάς Γκανέζος ναυτόπαις που έχασε την πτήση του επειδή είχε χασικλωθεί, αλλά φροντίσαμε και έφυγε την επόμενη μέρα. Δεν του το πήρα, ντράπηκα. Από Έλληνες, ένας νεαρός Γ’ Μηχανικός μου έκανε δώρο ένα ρολόι όταν επέστρεψε από το μπάρκο του.
Ο πατέρας, γινόταν συχνά δέκτης ανθρώπινων χειρονομιών. Μια κότα από το χωριό, ένα μπουφάν, ένα ρολόι, ένα καλό κρασί, μία σύσταση σε έναν πελάτη κλπ. Μια μέρα του είχαν φέρει έναν αστακό ζωντανό. Είχε βοηθήσει κόσμο τον καιρό της κρίσης στη ναυτιλία χωρίς να ζητάει ανταλλάγματα. Κι εκείνοι δεν το ξεχνούσαν και όποτε μπορούσαν το ανταπέδιδαν με τον τρόπο τους.
Οι εμπορικές συμφωνίες γίνονταν προφορικά. Τηλεφωνικά ή τετ α τετ. Όποιος τόλμαγε να αθετήσει την προφορική συμφωνία τελείωνε από την πιάτσα. Λαμόγια υπήρχαν αλλά ήταν λίγα και δακτυλοδεικτούμενα.
Η πλειοψηφία των αφεντικών-εργοδοτών είχε ξεκινήσει από χαμηλά και είχε μάθει να σέβεται τον ανθρώπινο κόπο. Δεν έβγαινε στο πεζοδρόμιο για προσφορές, ούτε έδινε δουλειά βάσει φτήνιας. Επέλεγε μόνιμους συνεργάτες που τους εμπιστευότανε και εκτιμούσε την προσφερόμενη εξυπηρέτηση. Ήταν μπερικέτηδες.
Χρήματα περισσεύανε όταν έπεφτες για ύπνο ξερός από το τρέξιμο της μέρας, όταν είχες στύψεις το μυαλό σου. Από δουλειές απλές, όχι αεριτζίδικες, όχι φανταχτερές. Γιατί τότε σέβεσαι τον ιδρώτα σου και δεν σκορπάς αυτά που βγάζεις.
Τηλέφωνο στο σπίτι για θέμα δουλειάς μετά από ώρες γραφείου – ΑΟΗ: After Office Hours – έπεφτε μόνο για πολύ επείγοντα θέματα. Υπήρχε σεβασμός της οικογενειακής ζωής. Γιατί όλοι είχαν οικογενειακή (όχι «οικογενειακή») ζωή.
Αλλά, σιγά σιγά, εκείνα τα χρόνια όλο και απομακρύνονται.
Ενώ, μέρα με τη μέρα, εκείνοι οι Άντρες – με το Α κεφαλαίο – για τους οποίους ή με τους οποίους χαιρόσουν να εργάζεσαι και να ανταλλάσσεις δυο κουβέντες παστρικές, ένας ένας αποχωρούν από το εργασιακό περιβάλλον ή και από τη ζωή.
Και δεν αντικαθίστανται …
Ξεφτίσανε οι άνθρωποι αδελφέ μου.
Πού είναι εκείνοι που ‘χαν μέσα τους ψυχή.
Πού είναι εκείνοι που μισούσανε το ψέμα,
και που ο λόγος τους μετρούσε σαν σπαθί. (*)
(*) Στίχοι από το τραγούδι:
Ξεφτίσανε οι άνθρωποι
Καλλιτέχνης: Στράτος Διονυσίου
Άλμπουμ: Υποκρίνεσαι (1980)
Στίχοι: Παναγιωτούνης Νίκος
Μουσική: Μπακάλης Μπάμπης
Κωνσταντίνος Μαργέλης
Άγιος Πέτρος, Λευκάδας, 3 Φεβρουαρίου 2024
.
Δημοσίευση Freepen.gr & Meganisinews.eu