Οικονομική ύφεση και ευρωπαϊκή ολοκλήρωση

(Δημοσιευμένο στη «Ναυτεμπορική» την Τρίτη 8 Ιουνίου 2004)

Τα τελευταία χρόνια πολλές κυβερνήσεις καταβάλλουν προσπάθειες για την τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας, με κύριο όπλο τη μείωση των επιτοκίων. Η Γερμανία και η Γαλλία ζητούν χαλαρότερη εφαρμογή του συμφώνου σταθερότητας, ενώ η Ιταλία πρότεινε την εξαίρεση μέρους των δαπανών σε έργα υποδομής από τους κρατικούς προϋπολογισμούς, ώστε να μην τους επιβαρύνουν.

Συγχρόνως, αρκετοί οικονομολόγοι έχουν διατυπώσει ότι η επιχειρηματολογία που βρίσκεται πίσω από τα κριτήρια σύγκλισης αντλείται από τις μονεταριστικές θεωρίες, που όμως δεν είναι αποδεκτές από την πλειοψηφία τους.

Η «αντίθετη» οικονομική φιλοσοφία θεωρεί ότι εφόσον το έλλειμμα κατευθύνεται σε παραγωγικές δραστηριότητες, δεν προκαλούνται ανησυχητικές πληθωριστικές πιέσεις. Υποστηρίζει επίσης, ότι το κομβικό σημείο του υπαρκτού ή του ανύπαρκτου δημοσίου χρέους αποτελεί το ποιος είναι ο ιδιοκτήτης του. Δηλαδή όσο ιδιοκτήτης ήταν η Κεντρική Τράπεζα δεν χρωστάγαμε σε κανέναν τίποτα.

Για παράδειγμα, η εκτύπωση χαρτονομίσματος λογιστικά και μόνο είναι-ήταν ένα δάνειο του κράτους από την Κεντρική Τράπεζα, αφού η τελευταία ανήκει στο ίδιο το κράτος.

Παρουσιάζεται δε σήμερα το παράδοξο, να καλείται ο πολίτης να πληρώσει οφειλές κρατικών ομολόγων, μέρος των οποίων ο ίδιος έχει αγοράσει, Φαίνεται δηλαδή, να χρωστάει αυτά που έχει δανείσει!

Όσον αφορά τα κοινοτικά πακέτα χρηματοδότησης και τις επιδοτήσεις, αναφέρεται ότι στην ουσία είναι ένα είδος δικαιώματός μας να δημιουργούμε νέες χρηματικές αξίες, το οποίο έχει παραχωρηθεί  στην Ε.Ε.

«Ψίθυροι» ακούγονται και για το σύστημα των ποσοστώσεων στο γεωργικό-κτηνοτροφικό τομέα, όπου η Ε.Ε. δίνει εντολές για το τι, το πόσο και από ποιον θα παραχθεί, με σκοπό τη βέλτιστη διαχείριση των οικονομικών πόρων και τον αποτελεσματικότερο έλεγχο των τιμών.

Στην αντίπερα όχθη υποστηρίζεται πως σ μία ανοικτή οικονομία πρέπει να παραχωρείται η δυνατότητα επιλογής του αντικειμένου και της ποσότητας παραγωγής και στη συνέχει η «αγορά» είναι εκείνη η οποία καθορίζει το βαθμό επιτυχίας του εκάστοτε παραγωγικού εγχειρήματος.

Ίσως, η αλήθεια να βρίσκεται κάπου στη μέση. Ίσως, τελικά η προσέγγιση των οικονομικών δεδομένων να είναι θέμα νοοτροπίας. Συνεχώς, όμως, ακούγονται προτάσεις για μερική μετατροπή όρων της ΟΝΕ, για την εισαγωγή πρόσθετων δεικτών (ανεργία, για την υιοθέτηση νέων εργαλείων παρέμβασης της ΕΚΤ (νομισματικοποίηση του δημοσίου χρέους), για την κατάρτιση ενός κοινού ευρωπαϊκού προϋπολογισμού, για την εναρμόνιση της φορολογίας και της νομοθεσίας που διέπει τις επιχειρήσεις.

Ταυτόχρονα, ζητείται μεγαλύτερος εκδημοκρατισμός των διαδικασιών λήψης αποφάσεων από τα όργανα της Ε.Ε., καθώς μέχρι σήμερα οι Ευρωπαίοι πολίτες εκλέγουν μεν αντιπροσώπους στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, αλλά δεν εκλέγουν κυβερνητικό σχήμα!

Οι επιπτώσεις της διαφοράς στην αντίληψη των οικονομικών δεδομένων γίνονται πιο απτές αν καταπιαστούμε με το πρόβλημα των ασφαλιστικών ταμείων. Η «άλλη άποψη» προτάσσει μία κυβερνητική εντολή (όπως προ συμφώνου Μάαστριχ) με την οποία τα ταμεία θα «γεμίσουν» με χρήμα (όπως «καταφθάνουν» και τα κονδύλια της Ε.Ε.), παράλληλα με μία συνετή διαχείριση των οργανισμών.

Ο αντίλογος απαντά πως αυτό είναι αδύνατο, λόγω των δεσμεύσεων με την Ε.Ε., καθώς και ότι αν γινότανε θα προκαλούσε άνοδο του πληθωρισμού.

Η άλλη πλευρά αντιτάσσει ότι οι δεσμεύσεις της Ε.Ε. χρήζουν προσπάθειας επαναπροσδιορισμού, ενώ όσον αφορά την πρόκληση πληθωρισμού τονίζει ότι το χρήμα αυτό δε θα «τρέξει» στην αγορά, καθώς οι συνταξιούχοι θα συνεχίσουν να παίρνουν την ίδια σύνταξη.

Άλλο παράδειγμα αποτελεί η έννοια των αποκρατικοποιήσεων. Σίγουρα ο ρόλος του κράτους δεν είναι να κάνει το βιομήχανο. Ποιος δεν θυμάται όμως, την έννοια «επιχείρηση κοινής ωφέλειας»; Ποιος διαφωνεί ότι το κράτος οφείλει να προσφέρει κάποια βασικά είδη απόλυτης ανάγκης στους πολίτες του με κοινωνικά κριτήρια.

Οι προβληματισμοί αυτοί επιχειρούνται να σμικρυνθούν μέσω των «μετοχοποιήσεων», ώστε να αποφευχθούν τυχόν κερδοσκοπικές τάσεις που θα ασκούνταν σε περίπτωση που οι κρατικές εταιρείες περνούσαν στον ιδιωτικό έλεγχο. Αλλά και πάλι, κανείς δεν αγοράζει μετοχές μίας εταιρείας αν δεν βελτιώνονται τα οικονομικά της αποτελέσματα.

«Φιλοσοφώντας» δε περισσότερο, οδηγούμαστε σε ένα ακόμα παράδοξο, όπου μία κρατική εταιρεία, που έμμεσα ανήκει στους πολίτες, πουλάει μετοχές στο ευρύ κοινό, στο οποίο περιλαμβάνονται και οι πολίτες. Ο πολίτης δηλαδή καλείται να αγοράσει κάτι δικό του!

Δυστυχώς, το περιεχόμενο των συζητήσεων περί οικονομίας έχει εστιαστεί σε μία μερίδα οικονομικών δεικτών και στις παροχές του κρατικού προϋπολογισμού, καθώς η οικονομία μας παραμένει σημαντικά εξαρτημένη από το Δημόσιο. Τα δε τελευταία χρόνια η ελληνική βιομηχανική πραγματικότητα έμεινε περισσότερο ορφανή, αφού αρκετές επιχειρήσεις εξαγοράσθηκαν από πολυεθνικές, ενώ άλλες δεν άντεξαν και έκλεισαν.

Επομένως απαιτείται η ανάταση της παραγωγικότητας και η βελτίωσης των υποδομών σε όλη των επικράτεια, η καθολικής απελευθέρωση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, καθώς και η επιστημονική υποστήριξης της πολιτείας σε θέματα παραγωγής.

Η πολιτεία θα μπορούσε να συμβάλλει ακόμα πιο ουσιαστικά στην ανακατανομή του πλούτου στην περιφέρεια, αν μετέφερε εκτός Αττικής μέρος των δημοσίων οργανισμών και των υπουργείων ή ακόμα και της πρωτεύουσας. Η αποσυμφόρηση του λεκανοπεδίου θα εξοικονομούσε τεράστιους πόρους, ενώ η διασπορά προϊόντων και υπηρεσιών θα οδηγούσε σε οικονομικό οργασμό ολόκληρη τη χώρα. Άλλωστε ο πληθυσμός μας εν συγκρίσει με τα γεωγραφικά-πληθυσμιακά δεδομένα άλλων ευρωπαϊκών χωρών θα μπορούσε να ήταν τριπλάσιος!

Εν κατακλείδι, η ανάπτυξη δεν πρέπει να ερμηνεύεται με στενές αριθμητικές παραμέτρους και με άψυχες κοινωνικές αναλύσεις, διότι είναι έννοια ευρύτερη από την άνοδο των οικονομικών μεγεθών. Συμπεριλαμβάνει κοινωνικά και πολιτισμικά αγαθά, καθώς και αξίες που δεν εκφράζονται με νούμερα.

Ο άνθρωπος δεν προόδευσε έχοντας σαν πρωτεύοντα στόχο την οικονομική εξέλιξη, αλλά όταν στηρίχθηκε και προσπάθησε να εφαρμόσει στη ζωή του αξίες όπως η αρετή, το άριστο, η αλήθεια και το δίκαιο.

Άλλωστε η οικονομική εκτίναξη που επετεύχθη παγκοσμίως μεταπολεμικά, είχε ως συνοδοιπόρο την ενδυνάμωση των κοινωνικών θεσμών. Σαν παράδειγμα αναφέρουμε την μέχρι προ λίγων δεκαετιών παραδοσιακή αμερικανική οικογένεια, στις καταναλωτικές ανάγκες της οποίας στηρίχτηκε η γιγάντωση των αμερικανικών και μετέπειτα πολυεθνικών επιχειρήσεων.

Η ευημερία επομένως, μετριέται με ανιδιοτελείς αξίες, όπως ένας Καποδίστριας που ίδρυσε την πρώτη τράπεζα προσφέροντας τη περιουσία του. Ένας Πολυζωίδης που δεν θέλησε να προδώσει την έννοια δικαιοσύνη και φυλακίστηκε, Ένας Δραγούμης που κατατάχτηκε σαν απλός δεκανέας στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο. Μία Πηνελόπη Δέλτα, που έβαλε τέρμα στη ζωή της βλέποντας τους Γερμανούς να μπαίνουν στην Αθήνα. Ένας Κορυζής που αρνήθηκε, αυτοκτονώντας, να είναι εκείνος που θα παρέδιδε τη χώρα τους σε ξένα χέρια. Ένας Σικελιανός που στην κηδεία του Κωστή Παλαμά εκφώνησε: «… Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!».

Αλήθεια σε ποιον ακουμπά η Ελλάδα σήμερα;

Κωνσταντίνος Μαργέλης

Pin It on Pinterest