Υπάρχει μονόδρομος;

(Δημοσιευμένο το 1998 στην «Εφημερίδα των Αποφοίτων της Ιωνιδείου Σχολής Πειραιά» – Επαναδιατύπωση Ιούλιος 2021)

Τον τελευταίο καιρό ένα από τα πλέον σοβαρά ζητήματα αποτελεί η εισδοχή της χώρας μας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση της Ευρώπης (ΟΝΕ). Ένα άγχος διακρίνεται σε όσους μιλούν σχετικά με το θέμα, διότι, όπως αναφέρεται, η πορεία προς αυτήν είναι μονόδρομος. Αυτό το οποίο όμως, δεν έχει ακουστεί ευρέως είναι ότι υπάρχουν αρκετές ενστάσεις σχετικά με το μέχρι τώρα περιεχόμενο της ενοποίησης.

Όλοι γνωρίζουμε ότι μέχρι σήμερα οι πολίτες των χωρών-μελών της Ε.Ε. εκλέγουν τους αντιπροσώπους τους στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο. Δεν εκλέγουν όμως κάποιο κυβερνητικό σχήμα. Ουδείς γνωρίζει τα πρόσωπα που εμπνεύστηκαν τα σχέδια της ενοποίησης. Ίσως να έχει αφεθεί να εννοηθεί ότι κάποια «ομάδα σοφών» τα ετοίμασε και εν συνεχεία τα παρέδωσε στα μέλη της ένωσης, τα οποία συνεδρίασαν, τα συζήτησαν και υπόγραψαν την τελική συνθήκη.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η άποψη του αναπληρωτή καθηγητή στο Ε.Μ.Π. Ιωάννη Μηλιού (εφημερίδα Εξουσία, 11/07/1997) για μία τέτοια ομάδα θεσμό: «… με την εκχώρηση αρμοδιοτήτων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), με την εκχώρηση σε θεσμούς έξω από την λαϊκή κυριαρχία καίριων αρμοδιοτήτων στην οικονομική πολιτική, έχουμε μέσα από την διαδικασία της Νομισματικής Ενοποίησης και μία εκχώρηση της δημοκρατίας στην Ευρώπη.»

Στον πρωτογενή τομέα της οικονομίας η Ε.Ε. αποφασίζει και δίνει εντολή σε κάθε κράτος-μέλος για το τι και πόσο θα παράγει, ενώ αν ξεπεράσει το προκαθορισμένο όριο, του επιβάλει πρόστιμο. Αυτό το σύστημα καταμερισμού-προγραμματισμού της πρωτογενούς παραγωγής (οι λεγόμενες κοινοτικές ποσοστώσεις) δημιουργήθηκε για να επιτευχθεί όσο το δυνατόν καλύτερη διαχείριση των οικονομικών πόρων.

Όμως από την άλλη πλευρά, διατυπώνεται η άποψη ότι σε μία ελεύθερη οικονομία ο κάθε παραγωγός πρέπει να έχει τη δυνατότητα και το δικαίωμα να παράγει ότι θέλει και όσο θέλει και στη συνέχεια η ελεύθερη αγορά είναι εκείνη η οποία θα καθορίσει το βαθμό επιτυχίας του εκάστοτε παραγωγικού εγχειρήματος. Παράλληλα, η πολιτεία πρέπει να διασφαλίζει ότι στην αγορά προσφέρονται ίσες ευκαιρίες εξέλιξης σε όλους τους ενδιαφερόμενους και μέσω των πανεπιστημιακών της οργάνων οφείλει να προβαίνει σε επιστημονικές μελέτες, με τις οποίες θα παρέχεται ενημέρωση για τις σχετικές εξελίξεις σε κάθε κλάδο.

Αξίζει να τονίσουμε ότι η μέχρι τώρα εφαρμοζόμενη κοινοτική πολιτική στον τομέα αυτό φαίνεται να έχει επηρεάσει δυσμενώς την χώρα μας, αφού το γεωργικό εμπορικό μας έλλειμμα με τις χώρες της Ε.Ε. σχεδόν τετραπλασιάστηκε (από -107 δις. δραχμές σε -386 δις δραχμές) την επταετία 1990-1997 (εφημερίδα Ναυτεμπορική, 12/07/1998), ενώ με τις υπόλοιπες χώρες μετατράπηκε σε πλεονασματικό (από -45 δις δραχμές σε 91 δις δραχμές). Γενικότερα το εμπορικό μας έλλειμμα στην κατηγορία των τροφίμων ανήλθε το 1996 περίπου στα – 240 δις δραχμές, ενώ το 1986 ήταν περίπου στα -60 δις δραχμές.

Αρκετοί υποστηρίζουν ότι αποκλειστικώς υπεύθυνος για τη μη παραχώρηση μέχρι σήμερα μεγαλύτερων ποσοστώσεων στη χώρα μας, είναι οι εκάστοτε κυβερνήσεις, διότι ουδέποτε κατατέθηκε στην αρμόδια επιτροπή της Ε.Ε. μία ολοκληρωμένη και εμπεριστατωμένη επιστημονική μελέτη για τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας μας και τις προκύπτουσες ωφέλειες για την ίδια την Ε.Ε. από την αξιοποίησή τους.

Αρκετή είναι ακόμα η φιλολογία που επικρατεί για τα λεγόμενα πακέτα χρηματοδότησης (Ντελόρ, Σαντέρ) και τις επιδοτήσεις. Τα περισσότερα κονδύλια αναγράφονται στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και συγκεκριμένα στους άδηλους πόρους. Η απορία που εύλογα προκύπτει είναι το πού βρέθηκαν όλα αυτά τα ποσά και ποιοι είναι οι όροι με τους οποίους μας δίνονται.

Μία άποψη αναφέρει ότι τα χρήματα αυτά δεν είναι τίποτε άλλο παρά δικά μας, της Ελλάδας δηλαδή, όπως και κάθε άλλου κράτους-μέλους σε αντίστοιχη περίπτωση. Είναι ένα είδος δικαιώματός μας να δημιουργούμε νέες χρηματικές αξίες (ακολουθεί περαιτέρω ανάλυση) το οποίο έχει παραχωρηθεί στην Ε.Ε. και η οποία έχει τον τελευταίο λόγο όχι μόνο για τα έργα που θα χρηματοδοτηθούν, αλλά και για το ποιες εταιρείες θα αναλάβουν την περάτωσή τους.

Παράλληλα, πολλές συζητήσεις γίνονται σχετικά με το δημόσιο χρέος και το έλλειμμα του προϋπολογισμού των κρατών. Σχετικά με το έλλειμμα, έγινε γνωστό ότι 400 περίπου επιφανείς οικονομολόγοι από χώρες-μέλη της Ε.Ε. (εκ των οποίων και αρκετοί Έλληνες) κατέθεσαν τις αντιρρήσεις τους για το επίπεδό του, που ως γνωστόν έχει ορισθεί στο 3% του ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν).

Στην επιστολή τους προς τους αρχηγούς των κρατών-μελών της Ε.Ε. αναφέρουν (εφημερίδα Εξουσία, 11/06/1997): «Η επιχειρηματολογία που βρίσκεται πίσω από αυτά τα κριτήρια σύγκλισης αντλείται από τις μονεταριστικές θεωρίες, που όμως δεν είναι αποδεκτές από την πλειοψηφία των οικονομολόγων. … Πρόσφατες οικονομικές έρευνες διάσημων οικονομολόγων, όπως Akerlof, Dickens, Perry, Barro, Sarel, Stanners, δείχνουν πως η πρόταση αυτή δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί εμπειρικά. … Μία υπέρβαση αυτού του ορίου του 3% ακόμα και σε μια περίοδο ύφεσης είναι σχεδόν απαγορευμένη. … Τα κοινοβούλια και οι κυβερνήσεις θα χάσουν σύντομα κάθε δυνατότητα δράσης για την αντιστάθμιση των πολιτικών της ΕΚΤ, στην περίπτωση που η τράπεζα πάρει ακραία μέτρα για την καταπολέμηση του πληθωρισμού, αφού η ΕΚΤ θα ενεργεί με πλήρη αυτονομία.»

Συμπληρωματικά, οι «αντίθετης φιλοσοφίας» οικονομολόγοι αναφέρουν ότι εάν το έλλειμμα που δημιουργείται σε ετήσια βάση κατευθύνεται για την κάλυψη παραγωγικών δραστηριοτήτων, τότε δεν υφίστανται φόβοι εμφάνισης πληθωριστικών πιέσεων.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η άποψη του νομπελίστα καθηγητή F. Modigliani όπως την αναδημοσιεύει ο καθηγητής Οικονομικών Επιστημών του πανεπιστημίου Paris, Θοδωρής Πελαγίδης, στην εφημερίδα Επενδυτής, 12/07/1997: «Αύξηση της πραγματικής προσφοράς χρήματος θα ωθήσει τα πραγματικά επιτόκια στο χαμηλό σημείο εκείνο, ώστε οι επενδύσεις και το ΑΕΠ να ανακάμψουν και μαζί να ανακάμψει και ο ρυθμός αύξησης των καθαρών νέων θέσεων απασχόλησης για να αποκλιμακωθούν τα υψηλά ποσοστά ανεργίας».

Επίσης, η εφημερίδα Τάιμς του Λονδίνου (εφημερίδα Ισοτιμία, 12/12/1998) τονίζει ότι ο Χερ Λαφοντέν (υπουργός οικονομικών της Γερμανίας) είναι κενσιανός, που τάσσεται υπέρ της αναδιανομής του πλούτου και της αύξησης των μισθών, προκειμένου να αυξηθεί η ζήτηση.

Γιατί λοιπόν, το ετήσιο έλλειμμα του προϋπολογισμού να μην είναι 4% ή και 5% του ΑΕΠ και ποιες είναι οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για να βρίσκεται στο εκάστοτε επίπεδο.

Σχετικά με το δημόσιο χρέος – το οποίο αποτελείται από το εσωτερικό και το εξωτερικό – ο καθηγητής Ανδρέας Αθηναίος (βραβείο άριστης διδασκαλίας το 1987 στο Vilanova Univeristy και κάτοχος 4 διδακτορικών σε οικονομικές ειδικότητες) στην εφημερίδα Ναυτεμπορική, 22/02/1997, αναφέρει: «… Η δημιουργία χρήματος, ας πάρουμε μία από τις μορφές της, την εκτύπωση δηλαδή χαρτονομίσματος. Αυτό το χαρτονόμισμα λογιστικά και μόνο είναι ένα δάνειο του κράτους από την Κεντρική Τράπεζα, η οποία όμως επειδή ανήκει στο κράτος και επομένως στο λαό, είναι και με όλο το τυπικό – όχι μόνο το ουσιαστικό – ιδιοκτήτης του χρέους και ως εκ τούτου δεν χρωστάμε σε κανέναν τίποτα. Η διεθνής βιβλιογραφία λέει βέβαια ότι το κομβικό σημείο του υπαρκτού ή του ανύπαρκτου Δημοσίου Χρέους είναι το ποιος είναι ο ιδιοκτήτης του. Δηλαδή όσο ιδιοκτήτης του Χρέους ήταν η Τράπεζα της Ελλάδος δεν χρωστάγαμε σε κανέναν τίποτα. Γι’ αυτό και η πονηριά της Νέας Τάξης Πραγμάτων καταργεί το προνόμιο της Πολιτείας να δημιουργεί χρήμα και βγάζει επί Χαλικιά την Πολιτεία στην αγορά χρήματος, δηλαδή στα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου του 25% που τώρα βέβαια έχει πέσει στο 10%. Αυτό ιδιωτικοποιεί το Δημόσιο Χρέος καθιστώντας το έτσι και τυπικά πραγματικό. … Αξίζει να θυμηθούμε τι είχε συμβεί με την εφαρμογή του Κενσιανισμού: Τα κυρίαρχα κράτη χρησιμοποιούσαν το δικαίωμά τους και την ικανότητά τους να δημιουργούν χρήμα κινητοποιώντας όλους τους παραγωγικούς πόρους των εθνικών οικονομιών, αλλά και της διεθνούς οικονομίας, εξασφαλίζοντας υψηλά επίπεδα ανάπτυξης για την οικονομία και υψηλό βιοτικό επίπεδο για την κοινωνία και τον άνθρωπο.»

            Διαπιστώνεται λοιπόν, ότι το όλο θέμα είναι απόρροια της συνθήκης του Μάαστριχτ, σύμφωνα με την οποία, από τις 01/01/1994 καταργήθηκε η δυνατότητα νομισματικής χρηματοδότησης του Δημοσίου από την Κεντρική Τράπεζα της χώρας του.

Ένας επίσης εκλαϊκευμένος συλλογισμός έχει ως εξής: Το μεγαλύτερο μέρος του εσωτερικού μας χρέους συγκροτείται από τα έντοκα γραμμάτια και τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου. Ποιος τα αγοράζει, και επομένως δανείζει το κράτος; Ο ιδιώτης. Ποιος είναι ο οφειλέτης; Το κράτος. Ποιος πληρώνει για τα χρέη του κράτους; Ο πολίτης, που σε μεγάλο βαθμό ταυτίζεται με τον προηγούμενο ιδιώτη. Έχουμε επίσης ακούσει να λέγεται ότι, λόγω του δημοσίου χρέους κάθε Έλληνας χρωστάει περίπου 3,5 με 4 εκατομμύρια δραχμές. Πώς όμως είναι δυνατόν αυτός που δανείζει να φαίνεται να χρωστάει και να καλείται να πληρώσει αυτά που έχει δανείσει.

            Η Ελλάδα δεν είναι μία φτωχή και μικρή χώρα. Ο πληθυσμός της σε αντιστοιχία με τα γεωγραφικά-πληθυσμιακά δεδομένα άλλων ευρωπαϊκών χωρών, θα μπορούσε να ήταν τουλάχιστον τριπλάσιος. Οι δυνατότητες που κρύβει ή «κρύβονται» είναι τεράστιες και μάλιστα αν αξιοποιηθούν σε ένα σεβαστό βαθμό θα είμαστε αυτάρκεις σε βαθμό άνω του 70% με 80% των συνολικών μας αναγκών, αντί για 40% με 50% που είμαστε σήμερα. Το μόνο που χρειαζόμαστε είναι ελευθερία κινήσεων, επαναδιαπραγμάτευση ορισμένων όρων που έχουν επιβληθεί από την Ε.Ε., αξιοποίηση του επιστημονικού δυναμικού και συνεργασία με όλους με ίσους όρους έχοντας το βλέμμα ψηλά. Κι αν ο διπλανός μας έχει το δικό του χαμηλά, να του δείξουμε τον τρόπο ώστε να το ορθώσει και να δημιουργήσει στον δικό του χώρο.

            Ο άνθρωπος δεν προόδευσε έχοντας σαν πρωτεύοντα στόχο την οικονομική και τεχνολογική ανάπτυξη, αλλά όταν στηρίχθηκε και προσπάθησε να εφαρμόσει στη ζωή του αξίες όπως η αρετή, το άριστο, η αλήθεια και το δίκαιο.

Σύμφωνα με τον νομπελίστα οικονομολόγο Αμάρτια Σεν (Ναυτεμπορική, 25/10/1998) «η οικονομική ανάπτυξη είναι έννοια ευρύτερη και πιο σημαντική από την αύξηση των οικονομικών μεγεθών. Η ανάπτυξη αποτυπώνεται από την αύξηση κοινωνικών και πολιτισμικών αγαθών αλλά και από αξίες που δεν εκφράζονται με νούμερα.

Το χρήμα, όπως αναφέρει ο καθηγητής Ανδρέας Αθηναίος, είναι ένα εργαλείο που διευκολύνει τη ζωή μας και αποτελεί ένα μέσο επικοινωνίας. Δεν είναι ούτε ένα μέτρο πλούτου, ούτε το αντικείμενο μιας συναλλαγής.

Τελικά, αυτό που πρέπει να μας ενδιαφέρει δεν είναι ένα σύνθημα ή ένας τίτλος, αλλά το περιεχόμενο που αυτά αντιπροσωπεύουν.

Μαργέλης Κωνσταντίνος

Πρώτη δημοσίευση 1998, Εφημερίδα των Αποφοίτων της Ιωνιδείου Σχολής Πειραιά

Επαναδιατύπωση Ιουλίος 2021, Άγιος Πέτρος Λευκάδας

www.eksadaktylos.gr

1 thought on “Υπάρχει μονόδρομος;

Comments are closed.

Pin It on Pinterest