(Η ιστορία βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα. Ονόματα έχουν αλλαχτεί και καταστάσεις έχουν τροποποιηθεί.)
Ο Βασίλης και η Γιώτα πήγαν στην Αθήνα για να δουν τους γονείς της. Το ζευγάρι ζούσε στην επαρχία. Έξι μήνες είχαν περάσει από την τελευταία φορά που τους είδαν. Ο πατέρας της έχει καρδιακή ανεπάρκεια. Κάπνιζε δε μανιωδώς επί χρόνια. Η μητέρας της πάσχει από πνευμονική ανεπάρκεια και από παραμορφωτική αρθρίτιδα. Εδώ και ένα χρόνο έχει μόνιμη υποστήριξη οξυγόνου. Έχει ήδη κάνει ολική αρθροπλαστική στο ένα της ισχίο, καθώς και στο ένα της γόνατο, αλλά τα προβλήματά της δεν αντιμετωπίστηκαν. Είναι και οι δύο χαρακτηρισμένοι ως βαριά ανάπηροι. Άτομα με ειδικές ανάγκες.
Μόλις παρκάρανε, συνάντησαν στο δρόμο τον πατέρα της. Είχε πάει να πάρει ψωμί. Η Γιώτα βάζει τη μάσκα και τον κοιτάζει. Εκείνος κοντοστέκεται και την καρφώνει στα μάτια. Δεν πέρασε ένα δευτερόλεπτο και ανοίγει τα χέρια του.
Πατέρα, του λέει εκείνη. Δεν ξέρω αν πρέπει να σε αγκαλιάσω.
Μα, μέχρι να ολοκληρώσει τη φράση της, εκείνος είχε πέσει πάνω της. Δεν φόραγε μάσκα. Τα μάτια του βούρκωσαν. Συνέχισε να την έχει στην αγκαλιά του. Ο Βασίλης, αμήχανος και συγκινημένος, δεν ήξερε τι να κάνει. Να βάλει μάσκα; Να τον πλησιάσει; Να τον αγκαλιάσει; Να σταθεί μακριά; Να του προτάξει τον αγκώνα; Το μυαλό του είχε κοκαλώσει. Ο πατέρας της Γιώτας του «έλυσε» την αμηχανία. Άφησε την κόρη του, γύρισε το βλέμμα του σε εκείνον και με αργή, σταθερή, σίγουρη κίνηση, τον πλησίασε και τον αγκάλιασε.
Πάμε, ελάτε πάνω, τους είπε.
Έφτασαν στο ασανσέρ. Ο πατέρας της ήθελε να μπούνε όλοι μαζί, αλλά η Γιώτα επέμενε να ανέβει πρώτα εκείνος, μόνος του. Μόλις βγήκαν από το ασανσέρ αντίκρισαν την πόρτα του διαμερίσματος ορθάνοιχτη. Ήταν φανερό ότι τους περίμεναν.
Μπαίνοντας αντίκρισαν την μάνα της ξαπλωμένη στον καναπέ, χωρίς μάσκα. Η κινητική της δυσκολία είχε αυξηθεί τους τελευταίους μήνες. Μετά βίας αυτοεξυπηρετούταν.
Ελάτε δω, τους φώναξε. Έλα, αγάπη μου, να σε αγκαλιάσω, είπε στη Γιώτα.
Ο Βασίλης και η Γιώτα πλησιάσανε αργά, αμήχανα πάλι. Είχανε συμφωνήσει να φοράνε μάσκες κατά την διάρκεια της επίσκεψης. Η Γιώτα την «ξέχασε» και αγκάλιασε τη μάνα της.
Να σε φιλήσω, να σε φιλήσω, της έλεγε ξανά και ξανά η μάνα της.
Η Γιώτα θυμήθηκε την συμφωνία με τον Βασίλη. Πήγε να τραβηχτεί, να πει όχι μάνα, αλλά δεν πρόλαβε. Την είχε κιόλας φιλήσει η μάνα της. Δεν την άφηνε να φύγει από πάνω της. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα την άφησε να βγει από την αγκαλιά της. Τότε, γύρισε και κοίταξε τον γαμπρό της. Εκείνος, είχε βάλει τη μάσκα του. Τον φώναξε κοντά της, ήθελε να τον αγκαλιάσει και αυτόν.
Δεν ξέρω, μητέρα, της είπε εκείνος, διστακτικά και συγκινημένος.
Έλα εδώ, του φώναξε επιτακτικά εκείνη. Εμείς ζήσαμε. Αν είναι να πεθάνω επειδή σας αγκάλιασα και σας φίλησα, ας πεθάνω, είπε, και συνέχισε. Πριν έρθετε έκανα τον Σταυρό μου. Να, εδώ απέναντι έχω τον Χριστό και την Παναγία. Και με το βλέμμα της έδειξε τις εικόνες Τους.
Θέλω να βλέπω τα πρόσωπά σας παιδί μου, το γέλιο σας, του είπε με παράπονο.
Ο πατέρας της Γιώτας στεκόταν δίπλα. Με το ύφος του συνηγορούσε σε όσα έλεγε η γυναίκα του.
Δεν είμαστε όντα, παιδί μου. Είμαστε άνθρωποι, πρόσθεσε εκείνος.
Πώς να συνεχίσω να ζω αν δεν σας αγκαλιάσω, αν δεν σας φιλήσω; Πήρε πάλι το λόγο η μάνα της. Όσο είναι ακόμα να ζήσω, θέλω να σας χορταίνω με τα μάτια μου. Αυτό μου δίνει κουράγιο.
Ο Βασίλης έκανε το Σταυρό του και έβγαλε τη μάσκα.
Χτυπάει το κινητό του πατέρα της Γιώτας. Ήταν ο παπά Γιώργης, ο ιερέας της ενορίας. Τον είχε καλέσει ο πατέρας της νωρίτερα, αλλά δεν απαντούσε. Τον παρακάλεσε να έρθει στο σπίτι την επόμενη μέρα, Κυριακή, μετά τη Θεία Λειτουργία, για να τους κοινωνήσει. Έτσι μεταλαμβάνουν εδώ και καιρό το Σώμα και το Αίμα Χριστού, καθώς δεν μπορούν να πάνε στην εκκλησία. Τελευταίοι. Μετά από όλους τους άλλους πιστούς που μετάλαβαν.
Στο καπάκι ακούγεται το κουδούνι. Ο πατέρας της Γιώτας ανοίγει την πόρτα. Ήταν η εγγονή του. Η κόρη του αδερφού της Γιώτας.
Καλώς την κοπέλα μου, της λέει ο παππούς της. Έλα να σε φιλήσω.
Η Ιωάννα, είκοσι ετών, σπούδαζε στην Αγγλία με υποτροφία. Είχε έρθει για το καλοκαίρι και θα έφευγε σε τρεις μέρες, να πάει να συνεχίσει τις σπουδές της. Της έχουν αδυναμία. Ο αδερφός της Γιώτας με τη γυναίκα του είχαν αντιμετωπίσει πολλά προβλήματα κατά τη διάρκεια της κρίσης. Ο παππούς και η γιαγιά της Ιωάννας, τους είχαν βοηθήσει με κάθε τρόπο, με όλες τις δυνάμεις τους. Για μεγάλο χρονικό διάστημα κατοικούσαν όλοι μαζί στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς.
Αλλά και η Ιωάννα τους αγαπούσε πολύ. Όσο καιρό έμενε στην Ελλάδα πήγαινε συχνά και τους έβλεπε, έτρωγε μαζί τους, κουβεντιάζανε. Αν τυχόν πέρναγαν μέρες και δεν εμφανιζόταν, η γιαγιά και ο παππούς τής τηλεφωνούσαν.
Κάθισαν όλοι μαζί και μίλησαν για αρκετή ώρα. Είπε ο καθένας τα νέα του, είπαν αστεία, πείραξαν ο ένας τον άλλον, γέλασαν. Στο τέλος, μαζεύτηκαν γύρω από το τραπέζι της κουζίνας και έφαγαν.
Μία πίστη και μία σιγουριά υπήρχε διάχυτη στο χώρο. Αλλά, όχι. Δεν ήταν σιγουριά. Ούτε πίστη ήταν. Μάλλον ήταν η ανάγκη να έρθει κοντά ο ένας στον άλλον. Να αγκαλιάσει ο ένας τον άλλον. Μα, ούτε μία τέτοια ανάγκη ήταν. Ήταν κάτι άλλο.
Μία δύναμη, ανεξήγητη. Μία δύναμη που έρεε μεταξύ τους. Που τους συνέδεε σαν μία αόρατη κλωστή. Η δύναμη που κράτησε στη ζωή τη γιαγιά, όταν ξεπέρασε δύο φορές τον καρκίνο, σε ξεχωριστά σημεία κάθε φορά και το πνευμονικό επεισόδιο φέτος. Η δύναμη που βοήθησε τον παππού να προσπεράσει κι αυτός, τόσο το πρόσφατο καρδιακό επεισόδιο, όσο και τον καρκίνο που του εμφανίστηκε πριν μία δεκαετία. Η δύναμη που τους δίνει ζωή εδώ και χρόνια, μα πολύ περισσότερο σήμερα. Αυτή η δύναμη έχει έδρα στην καρδιά. Αυτή η δύναμη υπάρχει στην οικογένεια. Αυτή η δύναμη υπάρχει κοντά στον Χριστό. Αυτή η δύναμη λέγεται αγάπη.
Μαργέλης Κωνσταντίνος
Λευκάδα, 25 Σεπτεμβρίου 2020
Δημοσίευση Freepen.gr